- νικήσει
- (παρακείμ.)venc,ut
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
νικήσει — νῑκήσει , νικάω conquer aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) νῑκήσει , νικάω conquer fut ind mid 2nd sg (attic ionic) νῑκήσει , νικάω conquer fut ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικήσει' — νῑκήσειε , νικάω conquer aor opt act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρολος, Λουδοβίκος Ιωάννης — (1771 – 1847). Αρχιδούκας της Αυστρίας. Ήταν τριτότοκος γιος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β’. Φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία της Βιέννης και διακρίθηκε αργότερα ως αρχιστράτηγος του αυστριακού στρατού στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο … Dictionary of Greek
νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μαρντούκ — (Marduk). Βαβυλωνιακή θεότητα. Το όνομά του είναι σουμερικής προέλευσης και, όταν η Βαβυλώνα ορίστηκε πρωτεύουσα του βασιλείου του Χαμουραμπί, οι ιερείς της Βαβυλώνας επεξεργάστηκαν ένα σύστημα συγκρητισμού, χάρη στο οποίο ο Μ. απέκτησε τον… … Dictionary of Greek
ρωσοϊαπωνικός πόλεμος — Προκλήθηκε από το ταυτόχρονο ενδιαφέρον της Ρωσίας και της Ιαπωνίας για τη Μαντζουρία και την Κορέα. Η Ρωσία επιζητούσε, με την εξασφάλιση της κυριαρχίας στα εδάφη αυτά, να πετύχει την έξοδο σε μια θάλασσα που δεν την έκλειναν οι πάγοι ή στενά… … Dictionary of Greek